- θάλπεται
- θάλπωheatpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
θάλπεθ' — θάλπετε , θάλπω heat pres imperat act 2nd pl θάλπετε , θάλπω heat pres ind act 2nd pl θάλπεται , θάλπω heat pres ind mp 3rd sg θάλπετο , θάλπω heat imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) θάλπετε , θάλπω heat imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλπετ' — θάλπετε , θάλπω heat pres imperat act 2nd pl θάλπετε , θάλπω heat pres ind act 2nd pl θάλπεται , θάλπω heat pres ind mp 3rd sg θάλπετο , θάλπω heat imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) θάλπετε , θάλπω heat imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)